Μπεργκ, Άλμπαν

Μπεργκ, Άλμπαν
(Alban Berg, Βιέννη 1885 – 1935). Αυστριακός συνθέτης. Γιος εμπόρου, ακολούθησε τα κανονικά του σχολικά μαθήματα, αρχίζοντας παράλληλα ως αυτοδίδακτος τη μελέτη της μουσικής. Το 1904 γνώρισε τον Άρνολντ Σένμπεργκ, του οποίου έγινε μαθητής και φίλος. Μαζί με τον δάσκαλό του και τον Άντον φον Βέμπερν αποτέλεσε μέλος της λεγόμενης «Σχολής της Βιέννης», συμμετέχοντας έτσι στην πνευματική εκείνη κίνηση που συνέδεσε τη μουσική με τα άλλα πολιτιστικά πρωτοποριακά ρεύματα της εποχής της, υιοθετώντας ως μέσο ρήξης με την παράδοση το δωδεκαφθογγικό σύστημα που εγκαινίασε ο Σένμπεργκ το 1923. Η συμβολή του Μ. υπήρξε αποφασιστική, ιδιαίτερα με τις όπερές του Βότσεκ (1918-1921) και Λουλού (1929-1935), που αποτέλεσαν σταθμό σε ολόκληρη την ιστορία του μελοδράματος. Στην παραισθησιακή υφή των ήχων τους, στις οξύτατες φωνητικές, αρμονικές και ρυθμικές τραχύτητές τους, στις εναλλασσόμενες στιγμές ειρωνείας και τρυφερότητας, είναι δύο από τα πλουσιότερα σκηνικά έργα της μουσικής του 20ού αι., όπου αντανακλάται με ανεπανάληπτη εκφραστική δύναμη το δράμα του ανθρώπου που καταποντίζεται κάτω από το βάρος των ενστίκτων του ή της βίας των συνανθρώπων του. Το δημιουργικό έργο του Μ. μπορεί γενικά να χωριστεί σε δυο, χρονικά άνισες, περιόδους. Στην πρώτη (1909-1925), που χαρακτηρίζεται από τη διερεύνηση των εκφραστικών δυνατοτήτων του ατοναλισμού, ανήκουν κυρίως τα 3 κομμάτια, έργο 6 για ορχήστρα (1914), το Κοντσέρτο Δωματίου (1923-25) και ο Βότσεκ. Στη δεύτερη (1925-1935), που χαρακτηρίζεται από μια συστηματικότερη εφαρμογή της δωδεκάφθογγης τεχνικής του Σένμπεργκ, χωρίς όμως να αποκλείονται ορισμένες τονικές αναδρομές -πράγμα για το οποίο ο Μ. κατηγορήθηκε από τη σύγχρονη μουσική πρωτοπορία για όψιμο ρομαντισμό- περιλαμβάνονται η Λυρική Σουίτα για κουαρτέτο εγχόρδων (1925-26), η άρια κοντσέρτου Το Κρασί (1929) για φωνή και ορχήστρα, το Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα (1935) και τέλος η όπερα Λουλού, που εξαιτίας του πρόωρου θανάτου του συνθέτη από σηψαιμία, έμεινε ασυμπλήρωτη στη δεύτερη πράξη, χωρίς το γεγονός αυτό να εμποδίσει την ένταξή της στο ρεπερτόριο των σημαντικότερων λυρικών θεάτρων του κόσμου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… …   Dictionary of Greek

  • κοντσέρτο — (concerto). Μουσική σύνθεση για ένα ή περισσότερα σόλο όργανα και ορχήστρα. Ο όρος κ. ανάγεται στον 16o αι., όταν υποδήλωνε κάθε μουσική συνόλου, είτε οργανικού είτε φωνητικού, με συνοδεία μουσικών οργάνων, συνήθως στην περίπτωση του μοτέτου με… …   Dictionary of Greek

  • φυσαρμόνικα — Συχνά χρησιμοποιείται και το γαλλικό όνομα ακορντεόν. Μουσικό όργανο, στο οποίο ο ήχος παράγεται με τις δονήσεις μιας ή δύο σειρών λεπίδων που πάλλονται από τον αέρα που βγαίνει από έναν ασκό ο οποίος κινείται με το χέρι. Το άνοιγμα των βαλβίδων… …   Dictionary of Greek

  • Αντόρνο, Τέοντορ — (Theodor Wiesengrund Adorno, Φρανκφούρτη 1903 – Μπριγκ, Ελβετία 1969). Γερμανός φιλόσοφος και μουσικολόγος. Σπούδασε κοινωνιολογία και φιλοσοφία στα πανεπιστήμια της Φρανκφούρτης και της Βιέννης και μυήθηκε στο δωδεκάφθογγο σύστημα από τον Άλμπαν …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Βέμπερν, Άντον φον- — (Anton von Webern, Βιέννη 1883 – Σάλτσμπουργκ 1945). Αυστριακός συνθέτης. Σπούδασε μουσικολογία με τον Γκουίντο Άντλερ στην Ακαδημία της Βιέννης, απ’ όπου και πήρε το σχετικό δίπλωμα. To 1902 στάθηκε το κρισιμότερο έτος της ζωής του, καθώς… …   Dictionary of Greek

  • δωδεκαφωνία — Σύγχρονη τεχνική μουσικής σύνθεσης που επινόησε και ανέπτυξε o Αυστριακός συνθέτης Άρνολντ Σένμπεργκ (1874 1951), ο οποίος μάλιστα την καθόρισε ως «μέθοδο μουσικής σύνθεσης με δώδεκα φθόγγους, που βρίσκονται σε σχέση μόνο μεταξύ τους». Η δ.… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοπορία — Ο όρος αναφέρεται γενικά σε λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά κινήματα που καινοτομούν τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή. Στον 19o αι. η π. (avant garde) είχε έννοια πολιτική και σήμαινε τα ρεύματα και τις ομάδες της Aριστεράς. Μόνο στις αρχές… …   Dictionary of Greek

  • Σένμπεργκ, Άρνολντ — (Schonberg). Αυστριακός συνθέτης και θεωρητικός εβραϊκής καταγωγής (Βιέννη 1874 Λος Άντζελες 1951). Σπούδασε βιολί και βιολοντσέλο και στη σύνθεση επωφελήθηκε (στην ουσία ο Σ. ήταν αυτοδίδακτος) από τη διδασκαλία του Αλεξάντερ φον Ζεμλίνσκι,… …   Dictionary of Greek

  • Χρήστου, Γιάννης — (Ηλιούπολη, Κάιρο 1926 – Αθήνα 1970). Έλληνας συνθέτης. Από το 1945 πηγαίνει στην Αγγλία όπου σπουδάζει φιλοσοφία με τον Βιτγκενστάιν στο King’s College του Καίμπριτζ, και μουσική με τον Ρέντλιχ (μαθητή και μελετητή του Άλμπαν Μπεργκ στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”